ανάφτω

ανάφτω
βλ. ανάβω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… …   Dictionary of Greek

  • ξανάβω — και ξανάφτω 1. ανάβω εκ νέου 2. ερεθίζω, φλογίζω 3. διεγείρω, εξάπτω («τόν ξάναψε η συζήτηση») 4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, η, ο αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ανάβω …   Dictionary of Greek

  • ανάβω — και ανάφτω άναψα, ανάφτηκα, αναμμένος 1. μτβ., βάζω ή προκαλώ φωτιά σε ξύλα ή φωτιστική συσκευή: Άναψα το τζάκι. – Άναψα το ηλεκτρικό. 2. αμτβ., θερμαίνομαι, πυρακτώνομαι: Κοίταξε, το σίδερο άναψε. 3. μτβ., μτφ., εξάπτω, εξοργίζω: Μ αυτά που του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”